καθήλωμα

καθήλωμα
τὸ (Α καθήλωμα) [καθηλώ]
καθήλωση, κάρφωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάρφωμα — το (Μ κάρφωμα) [καρφώνω] το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι νεοελλ. 1. ακινητοποίηση, καθήλωμα 2. κατάδοση, προδοσία 3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα τής μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”